-
1 κάπτω
A gulp down, (lyr.), cf. Sophr.64; [ ἄλφιτα] Nicocl.2; of liquids, Xenarch.9 codd. Ath., Arist.HA 593a21; ἀφρόν ib. 620a13;κ. αὔρας Eub.10
: c. gen. partit.,κ. τῶν θυλημάτων Telecl. 33
: abs., ἄχρις ἑσπέρης κ. Herod.7.41; expressing greater greediness than φαγεῖν, Ar.Ec. 687; : metaph.,σευ τὸ ὥριον τέφρη κάψει Herod.1.38
. (Cogn. with Lat. capio, Germ. haben, Heft.)
См. также в других словарях:
κάπτω — (Α) 1. καταβροχθίζω (α. «ἡ ἄρκτος οὐδὲ σπάσει οὐδὲ λάψει ἀλλὰ κάψει», Αριστοτ.) 2. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κάπτω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kap «λαμβάνω, πιάνω» και συνδέεται με λατ. capio, με ίδια σημ., γοτθ. hafjan «σηκώνω», γερμ. happen «ανέχομαι … Dictionary of Greek